πύαρθρο

πύαρθρο
το, Ν
ιατρ. πυώδης φλεγμονή τού αρθρικού υμένα μιας άρθρωσης με άθροιση πύου στην αρθρική κοιλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyarthrosis (< πύον + άρθρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”